• Γερμανικά
  • Αγγλικά
  • Ελληνικά

Ulrich Pohlmann

«Ο άνθρωπος βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο»

Η δεκαετία του ΄60 του περασμένου αιώνα υπήρξε όσον αφορά τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης έντονα επηρεασμένη από την κουλτούρα των εικονογραφημένων πε-ριοδικών. Τα εβδομαδιαία περιοδικά με υψηλό τιράζ όπως το Life, το Look, το Paris Match, η Epoca στο εξωτερικό, το Quick, το Kristall και το Stern στη Δυτική Γερμανία προσέδωσαν ιδιαίτερη αξία στο επάγγελμα του φωτοδημοσιογράφου. Το επάγγελμα αυτό το ακολούθησαν με μεγάλη επιτυχία όχι μόνο επαγγελματίες φωτογράφοι, αλλά συχνά και αυτοδίδακτοι. Με σαφή προσανατολισμό στην επικαιρότητα, τα ρεπορτάζ τους έφερναν το κοινό αντιμέτωπο με τις τρέχουσες εξελίξεις στην πολιτική, στον πο-λιτισμό και στην κοινωνία. Οι εξελίξεις αυτές αποτελούσαν, όπως θα πεί και ένας σύγχρονος της εποχής εκείνης το «άσμα Ασμάτων για τον φωτορεπόρτερ, (. . . ) ο οποίος παρουσιάζει σε αυτούς πού έχουν μείνει πίσω στην πατρίδα το μεγάλο, μακ-ρινό κόσμο με όλες τις χαρές και όλα τα βάσανα του με μια αμεσότητα που σφύζει από ζωή» (*1).

Αλλά και στον ημερήσιο τύπο η φωτογραφία άρχισε να κερδίζει ολοένα και περισσό-τερο έδαφος, καθώς επρόκειτο για ιδιαίτερα εκφραστική εικονογράφηση. Σε αυτό το «γάμο» της εικονογραφημένης δημοσιογραφίας αποφάσισε και ο Δημήτρης Σούλας να εξασκήσει αυτό το επάγγελμα.Γοητευμένος από τον κινηματογράφο και ειδικότερα από δημιουργούς όπως ο Jean- Luc Godard και το νέο κύμα (Nouvelle Vague) ο Σούλας ήθελα αρχικά να γίνει σκηνοθέτης. Γι΄αυτό το λόγο σύντομα παραιτήθηκε από την επιθυμία του πατέρα ττου να εργαστεί ως χονδρέμπορος καπνών. Το 1959 επισκέφθηκε στο Αμβούργο την έκθεση με τίτλο “The Family of Man” σε επιμέλεια Edward Steichen, η οποία τον εντυπωσίασε και στην οποία τέθηκαν οι βάσεις για την μετέπειτα επαγγελματική του σταδιοδρομία. Από την εποχή εκείνη ο Σούλας θαύμαζε τη δουλειά των Thomas Höpker και Robert Lebeck, που εργάζονταν τότε ως φωτορεπόρτερ στα περιοδικά Kristall kai Stern.

Αποφασιστικό ρόλο στη σταδιοδρομία του ως φωτογράφου έπαιξαν όχι μόνο η ίδια η φωτογραφία αλλα κυρίως οι σπουδές του. Πολιτικοποιημένος μέσα από τις θεωρίες των εκπροσώπων της σχολής της Φρανκφούρτης Adormo, Horkheimer και Marcuse και με πεποιθήσεις θεμελιωμένες στη φιλοσοφία του Hegel, o Σούλας ξεκίνησε να ασχολείται με την φωτογραφία. Τα δημοφιλή βιβλία εκμάθησης της Φωτγογραφίας
του Feininger αποτέλεσαν την πανοπλία της τεχνικής και αισθητικής του αυτοεκπαί-δευσης. Ωστόσο εκείνο που σημάδεψε την τοποθέτησή του ως φωτογράφου ήταν η φιλοσοφικά θεμελιωμένη κριτική του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος από την σχολή της Φρανκφούρτης. Σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του, η φωτογραφία όφειλε να αναδυκνύει κοινωνικές συνθήκες και την πραγματικότητα στο σύνολο των αντιφάσε-ών της. Το πιστεύω του υπήρξε η αυθεντική αποτύπωση του ανθρώπου, χωρίς στημένες πόζες σε χαρακτηριστικές και «αποφασιστικές» στιγμές.

Τις πρώτες του επαφές, υπο την ιδιότητα του φωτογράφου τις οφείλει στο πρακτο-ρείο Associated Press („AP“) και στον εκπρόσωπό του στο Μόναχο τον κ. Klaus Hampel, για λογαρισμό του οποίου ο Σούλας φωτογράφιζε αρχικά διασημότητες και τοπικά γεγονότα στο Μόναχο. Οι πρώτες δημοσιευμένες φωτογραφίες του Σούλα παρουσιάζουν τις συνέπειες μιας έκρηξης αερίου. Σε σχέση με τις συνηθισμένες φωτογραφίες που συναντούμε στον Τύπο διαφέρουν ως προς το μη συμβατικό τους ύφος με τον τρόπο απεικόνισης των πυροσβεστών και της ομάδας διάσωσης σε περιστροφική κίνηση, αλλά και με την καταγραφή του συμβάντος που συντελείτε μέσα από έναν καθρέφτη μιας κρεβατοκάμαρας του κατεστραμμένου κτιρίου.

Το πρακτορείο AP προσέφερε συνήθως τις φωτογραφίες στον ημερήσιο Τύπο και σε εικονογραφημένα περιοδικά μέσω ασύρματου τηλέγραφου, συνοδευμένες από εκτενή λεζάντα και αναφορά του Φωτογράφου.
Από τις φωτογραφίες αυτές της „ΑP” o τότε αρχισυντάκτης της ημερήσιας εφημερίδας του Μονάχου «tz» ανακάλυψε τον φωτογράφο Δημήτρη Σούλα.

Παρόλο που ο Σούλας μέσα από την διαδικασία της της φωτογραφίας είχε γίνει αμεσότερος, «θρασύτερος» όπως λέει και ο ίδιος, δεν ξεπέρασε ορισμένα όρια.
Εκείνο που μάλλον τον ενδιέφερε περισσότερο ήταν η καταγραφή των αντιδράσεων και της συμπεριφοράς των περαστικών στο πλαίσιο τυχαίων συναντήσεων. Στις περιπτώσεις εκείνες που έγινε αυτόπτης μάρτυρας ακραίων καταστάσεων, η συμπάθειά του για τους μη έχοντες και τους αδικημένους, τον «κοσμάκη» γίνεται έκδηλη όπως π.χ. στη σειρά φωτογραφιών του μεθυσμένου ζητιάνου έξω από την μπυραρία.
Αρχικά οι φωτογραφίες του Σούλα δημοσιεύοντας χωρίς αναφορά του ονόματός του, γεγονός που τον οδήγησε να σοφιστεί ένα χαριτωμένο κόλπο όπως αποδεικνύει το ακόλουθο ανέκδοτο. Για να στρέψει την προσοχή της συντακτικής ομάδας της tz στο θέμα της πατρότητας των φωτογραφιών του έφερε στα γραφεία της έκδοσης 30 μπουκάλια σαμπάνια με ένα αναμμένο κερί στην κορυφή τους και μια «προκύρηξη» με την οποία γνωστοποιούσε σε όλους τους συντάκτες ότι την άλλη φορά, – αν ξαναπαράλειπαν να αναφέρουν το όνομά του κάτω από τις φωτογραφίες του-, θα τους έστελνε από ένα Μολότοφ κοκτέιλ, αντί για σαμπάνια !

Την εποχή εκείνη η ζήτηση στην αγορά της φωτογραφίας ήταν ιδιαίτερα μεγάλη όπως θυμάται ο Δημήτρης Σούλας. Στον ημερήσιο Τύπο αμειβόταν ως επι το πλεί-στον με 30 μάρκα ανά δημοσιευμένη φωτογραφία η σε περίπτωση μη δημοσίευσης, (όταν φωτογράφιζε κάτι κατ΄εντολή), με ένα μικρότερο ποσό. Όταν μία ασπρόμαυρη φωτογραφία δημοσιευόταν στα περιοδικά Stern η Quick , που και αυτά ήταν δύο από τους τακτικούς πελάτες του Σούλα οι αμοιβές ήταν αισθητά υψηλότερες. Για μια ολοσέλιδη φωτογραφία καταβάλλονταν 600 μάρκα, για ένα δισέλιδο 1.200 μάρκα, ενώ η αμοιβή σε περίπτωση μη δημοσίευσης, (και εφόσον είχε φωτογραφίσει κατ’ εντολή) κυμαινόταν από 300 ως 500 μάρκα. Εκτός από τα θέματα της επικαιρότητας εκείνο που είχε ιδιαίτερη ζήτηση σε όλη τη χώρα ήταν τα ελεύθερα θέματα. «Το ελεύθερο θέμα», σύμφωνα με τον ορισμό του υπεύθυνου φωτογραφίας στο περιοδικό Look, Arthur Rothstein, «είναι η εικόνα ενός τυχαίου γεγονότος, το οποίο ενδιαφέρει τους αναγνώστες χωρίς να είναι ένα επίκαιρο θέμα. Μπορεί να παρουσιάζει ένα στιγμιότυπο του δρόμου, το οποίο όμως να είναι κατάλληλα φωτογραφημένο και να εντυπωσιάζει τον παρατηρητή της φωτογραφίας.» (*3).Στην κατηγορία αυτή υπάγονται κατά συνέπεια εντυπωσιακές φωτογραφίσεις από σκηνές του δρόμου, τις οποίες «έβλεπε» και φωτογράφιζε με μεγάλη ευχέρεια ο Σούλας.

Για να βελτιώσει την πώληση των φωτογραφιών του και την διανομή τους ανά την χώραο Σούλας οργάνωσε ταχυδρομικές αποστολές που περιείχαν 5 ως η 6 εκτυπώσεις μεγέθους 18 Χ 24 εκ. με ελεύθερα θέματα η ασυνήθιστες φωτογραφίες πολιτικών και διασημοτήτων.
Η επιτυχία δεν άργησε να έρθει, τα θέματα αυτά αποδείχθηκε ότι ήταν ένα επικερδές πάρεργο.

Από άποψη μορφής και περιεχομένου ο Σούλας εντάσσεται σ΄εκείνη την παράδοση της ανθρωπιστικής φωτογραφίας τύπου Life, όπως αυτή διαδόθηκε μετά το 1945 από τους φωτογράφους του πρακτορείου Magnum και στην Γερμανία από τα περιοδικά Stern & Quick καθώς και από διάφορες εκθέσεις. Διεθνείς φωτογραφίες για τον Τύπο μπορούσε να δεί κανείς στην «Παγκόσμια έκθεση Φωτογραφίας» που επιμελήθηκε ο Karl Pawek μετά από ανάθεση του περιοδικού Stern και οι οποίες παρουσίαζαν υπο μορφή περιοδεύουσας έκθεσης τις πολυσυζητημένες και διαφιλονικούμενες θέσεις του Pawek σχετικά με την «απόλυτη φωτογραφία». Ένα άλλο βήμα ανταλλαγής απόψεων προσφερόταν μέσα από την έκθεση FOTO- EXPO του περιοδικού Quick (1968) και τη Photokina στην Κολωνία. Στην παγκοσμίως μεγαλύτερη κλαδική έκθεση για την φωτογραφία που συνοδευόταν από πολιτιστικό πρόγραμμα, τα έργα των διεθνώς σημαντικότερων φωτοδημοσιογράφων απέκτησαν πρόσβαση στο κοινό. Ο Leo Fritz Gruber, οργανωτής και «ψυχή» των εκθέσεων αυτών, είχε προσκαλέσει το 1970 στο πλαίσιο της έκθεσης «Βήμα Νέων Φωτογρά-
φων» και τον Δημήτρη Σούλα να συμμετέχει με 12 έργα του. Με την ευκαιρία αυτή ο Σούλας γνώρισε στην Κολωνία τον Henri Cartier-Bresson και μετά από προτροπή του τελευταίου έστελνε φωτογραφίες του στο πρακτορείο Magnum στο Παρίσι, οι οποίες και δημοσιεύονταν.

Για τον Δημήτρη Σούλα το επάγγελμα του ανεξάρτητου φωτορεπόρτερ υπήρξε μια ευτυχισμένη και έντονη περίοδος της ζωής του. Αγάπησε αυτό το επάγγελμα και το άσκησε με πάθος και αφοσίωση. Ως «ανεξάρτητος» φωτορεπόρτερ εργαζόταν όλες τις ημέρες της εβδομάδας και όλες τις ώρες της ημέρας. Φυσικά όπως και οι υπόλοιποι φωτογράφοι δεν ήταν ιδιαίτερα ενθουσιασμένος όταν ο σχεδιαστής του εντύπου έκανε περικοπές στο μέγεθος των φωτογραφιών του η όταν οι τίτλοι και οι λεζάντες μετέβαλλαν το νόημα και την αίσθηση που δημιουργούσαν οι φωτογραφίες του. Ακόμα κι΄αν δεν μπορεί να γίνει λόγος για χειραγώγηση των φωτογραφιών του από τα συμφραζόμενα του είναι παρ΄όλα αυτά μια ιδιαίτερη εμπειρία να προσλαμβάνει κανείς σήμερα τις φωτογραφίες αποδεσμευμένες από την εικονογραφική τους λειτουργία. Οι εικόνες αναπτύσσουν μια δική τους οντότητα, η οποία στο περιοδικό, -ακόμα κι΄άν δημοσιευθεί η φωτογραφία δισέλιδη-, δεν έχει τα περιθώρια να ξεδιπλωθεί.

O Δημήτρης Σούλας παραχώρησε στο Μουσείο Φωτογραφίας του Μονάχου ένα ενδιαφέρον και πολύπλευρο Αρχείο της ιστορίας της καθημερινότητας στην πόλη. Εκείνο που γοητεύει σ΄αύτο το αρχείο δεν είναι μόνο οι απεικονίσεις σημαντικών γεγονότων, όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1972, αλλα κυρίως η ακριβής παρατήρηση της συμπεριφοράς των ανθρώπων στους δρόμους. Πολλές από τις φωτογραφίες του μιλάνε απευθείας στην ψυχή μας και με αμεσότητα μας οδηγούν να βυθιστούμε κυριολεκτικά στην εποχή τους. Εκείνο που πρωτίστως έλκυε τον φωτογράφο δεν ήταν η «φυσιολογικότητα» της αστικής τάξης, αλλά οι κοινωνικές αντιθέσεις πλούτου και φτώχιας που ήταν και η μεγαλύτερη πρόκληση.
Αυτοί οι αντίποδες προσδιορίζουν την εικόνα της κοινωνίας του Μονάχου, όπως την είδε και την βίωσε ο Σούλας που δεν καταγόταν από εκεί.

Τα στερεότυπα του φολκλόρ του Μονάχου συλλαμβάνονται αστραπιαία από τον Σούλα και καταγράφονται από τον φακό του αποδίδοντάς τα ως τεκμήρια μιας εξωτικής καθημερινότητας. Αυτό μαρτυρούν οι φωτογραφίες του από το σνιφάρισμα καπνού, αλλα και από την ολόψυχη αγάπη που τρέφουν οι κάτοικοι του Μονάχου από τα σκυλάκια τους, τα «Zamperl», Περισσότερο πειστικές είναι οι φωτογραφίες του από καταστάσεις όπου ο Σούλας διατήρησε την έκπληξή του για συγκεκριμένα έθιμα και ιεροτελεστίες. Ιδιαίτερα κωμική είναι π.χ. η σειρα που απεικονίζει έναν ηθοποιό στο ρόλο του Χίτλερ που ξεντύνεται μένοντας με τα σώβρακα για να καταλήξει να σταθεί σε απόλυτη σύμπνοια δίπλα στον κόμη von Stauffenberg, τον αυτουργό της δολοφονικής επίθεσης κατά του δικτάτορα.

Οι φωτογραφίες του Δημήτρη Σούλα στο σύνολό τους είναι ένα κριτικό σχόλιο πάνω στον πολιτισμό μιας καταναλωτικής κοινωνίας, στην οποία έχουν τεθεί οι βάσεις για την απομόνωση και την αποξένωση του ατόμου. Το συμπονετικό του βλέμμα καθοδηγείται από τη συμπάθεια του για τα «θύματα», καθώς δεν χάνει ποτέ το ανθρώπινο στοιχείο από τα μάτια του. Πέρα από τον ιστορικό τους χαρακτήρα, τα έργα του αντικατοπτρίζουν την προσωπικότητα του φωτογράφου, την πνευματική του ευκινησία και το χιούμορ του που σου κλείνει το μάτι. Με περιέργεια και διάθεση αστεϊσμού ήταν πάντοτε σε αναζήτηση της δικής του τοποθέτησης εντός της πατρίδας επιλογής του, του Μονάχου.

Ο Δημήτρης Σούλας σταμάτησε να φωτογραφίζει την εποχή που το σύνολο του γερμανικού δημοσιογραφικού τοπίου, επρόκειτο να αλλάξει συνθέμελα. Τα περιοδικά βρίσκονταν στο ξεκίνημα μιας βαθειάς κρίσης και το αργότερα από την δεκαετία του ´80 και έπειτα η ιδιωτική τηλεόραση θα αναλάμβανε σταδιακά να εκτελέσει το έργο των περιοδικών και των εφημερίδων παίζοντας τον ρόλο της βιτρίνας του κόσμου. Στην σύγχρονη γερμανική φωτογραφία κυριάρχησε ένα νέο ντοκουμενταρίστικο ύφος υπό την αμερικανική επιρροή του William Eggleston h toz Stephen Shore. Mερικά έργα του Σούλα παρουσιάζουν ομοιότητες με τις σειρές της «νέας» γενιάς φωτογράφων του κύκλου του Ηans-Martin Kuesters η της Gabriele και του Helmut Nothhelfer, στις οποίες απεικονίζεται η έλλειψη ανθρώπινης επαφής των Γερμανών σε στιγμές του ελεύθερου χρόνου τους. Όμως αυτή η νέα γενιά φωτογράφων κρατάει αποστάσεις από το κλασικό φωτορεπορτάζ. Αναπτύσει μια διαφορετική αντίληψη περί πραγματικότητας που δεν μπορεί πλέον να συνοψιστεί στην απόδοση μιας «αποφασιστικής στιγμής».