• Γερμανικά
  • Ελληνικά

Ρούπ Ντουανέ

«Θα΄ρθεί ο Δημήτρης»

Ο Δημήτρης ήρθε. Συνεπής στην ώρα του στεκόταν στο πράσινο χαλί της αίθουσας σύνταξης, ένας όχι ιδιαίτερα ψηλός αλλά ωστόσο άνετος άνδρας, με σκούρα μελαγ-χολικά μάτια και ένα βλέμμα που ωθούσε τις γυναίκες του γραφείου να διορθώσουν άμεσα το κραγιόν τους και να ισιώσουν το κορμί τους τεντώνοντας το στήθος τους προς τα έξω. Από το πρώτο δευτερόλεπτο ήταν σε θέση, παραβλέποντας τις θεωρίες περί φεμινισμού και απελευθέρωσης των γυναικών να του σερβίρουν τα πάντα, ανα πάσα στιγμή, ακόμα και με συνοδεία υπόκλισης παρά το γεγονός ότι κανένας δεν ήξερε ακριβώς ποιος τέλος πάντων ήταν αυτός ο Δημήτρης. Επισήμως βέβαια ένας φωτογράφος. Ταυτόχρονα όμως και ένα αίνιγμα. Αγωνιστής της αντίστασης κατά του καθεστώτος των συνταγματαρχών στην Ελλάδα ; Γιος μεγαλεμπόρου καπνών από την Κρήτη ; Κληρονόμος μεγαλοεφοπλιστή ; Ο Δίας μεταμφιεσμένος σε φωτογράφο και όχι σε κύκνο, ταύρο η χρυσή βροχή όπως ήλπιζε μια γραμματέας ; Παντρεμένος ;

Ο Δημήτρης σώπαινε. Σώπαινε αρκετά, ακόμα και στις μεγάλες και πολυάριθμες διαδρομές με το αυτοκίνητο, τότε που εκείνος και εγώ, δύο νεότατοι ρεπόρτερ παίρναμε τους δρόμους για το περιοδικό Stern. Όχι μόνο με σκοπό να καλύψουμε τα μεγάλα θέματα, αλλα πολύ συχνότερα και μάλλον σχεδόν πάντοτε για να καλύψουμε την υποχρεωτική σκανδαλολογία σχετικά με τον διεφθαρμένο πολιτικό του χωριού ή τον αγρότη που έκανε μήνυση την Εταιρία ηλεκτρισμού επειδή τοποθέτησε φανοστάτη έξω από τον στάβλο του με αποτέλεσμα οι αγελάδες να μουκανίζουν περισσότερο και να παράγουν λιγότερο γάλα.

Τα χρόνια εκείνα ο Δημήτρης γνώρισε την Βαυαρία κι εγώ την μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, τίποτ΄άλλο, αποκλειστικά και μόνο Θεοδωράκης. Τη «Ρωμιοσύνη», στο δρόμο για τον γάμο στο Landshut, τον «επιτάφιο» επ΄ευκαιρία ενός ρεπορτάζ για την βασίλισσα του κρασιού, του λυκίσκου, του σπαραγγιού, της φράουλας και του αρωματικού χριστουγεννιάτικου κρασιού, αλλα και για άλλες βασίλισσες και κάθε φορά ακούγαμε εκείνο το σβέλτο, χαρούμενο τραγούδι του Αλέξη Ζορμπά. Σ΄αυτά τα ακούσματα τα μάτια του Δημήτρη ήταν πάντα θλιμμένα και η ψυχή του βρισκόταν κάπου αλλού, πάντως όχι μεταξύ Veitshöchheim και Güntersleben στο ατύχημα του σχολικού λεωφορείου της εταιρείας «Μη με λησμόνει».

Αυτό όμως άλλαζε όταν δούλευε. Τότε δεν αντίκριζε κανείς πια τα θλιμμένα μάτια. Όλος ο Δημήτρης γινόταν κατά κάποιο τρόπο αόρατος. Δεν έχω βιώσει ξανά έναν φωτογράφο, ο οποίος να μπορεί να γίνει τόσο αφανής και συγχρόνως να βλέπει, να εντοπίζει και να συλλαμβάνει καταστάσεις στο εκατοστό του δευτερολέπτου που εμένα μου διέφευγαν. Είχε πράγματι ο διεφθαρμένος πολιτικός του χωριού αυτό το γλοιώδες χαμόγελο τη στιγμή που έδινε «βάρος στη διαπίστωση» ότι είναι η προσωποποίηση της αθωότητας ; Από πού προήλθε η μεγάλη τρύπα το καλτσόν της βασίλισσας της παραδοσιακής φορεσιάς Dirndl ? Όντως φίλησε το σκυλάκι της η κυρία των κοσμικών πρωτοσέλιδων ;

Ο Δημήτρης Σούλας με το φακό του αφηγήθηκε ιστορίες καλύτερα και διεισδυτικό-τερα απ΄ότι ο γράφων συνάδερφός του, στον οποίο συχνά το μόνο που απέμεινε ήταν να επαναλάβει με περισσότερη η λιγότερη ευγλωττία αυτό που έβλεπε κανείς στις φωτογραφίες. Πως θα μπορούσε να περιγράψει τη στιγμή εκείνη, όπου ένας άνδρας με γερμένο το κεφάλι θαυμάζει, κατά την διάρκεια μιας επίδειξης μόδας, τα εσώρουχα του μανεκέν ? Πως μπορεί να το καταφέρει κανείς αυτό με λόγια ;
Τι είναι εκείνο που οδηγεί εντελώς φυσιολογικούς ανθρώπους να ανοιχτούν κατά τέτοιο τρόπο μπροστά σε έναν φωτογράφο ώστε να γίνει ορατή η ψυχή τους ;
Δεν μπορεί όλ΄αυτά να είναι «θέμα τύχης», που βέβαια χρειάζεται και αυτή. Εκείνο που χαρακτήριζε τον Δημήτρη Σούλα ως φωτογράφο ήταν το χάρισμα να μη γίνεται αντιληπτός. Με τη μηχανή μικρού φορμά κρεμασμένη στο στήθος του μπορούσε να φωτογραφίζει την καθημερινότητα και τις νύχτες του Μονάχου περνώντας απαρατή-ρητος, να παρασύρεται μέσα σε χαώδεις διαδηλώσεις πατώντας την αποφασιστική στιγμή το κουμπί.
Αυτό είναι κάτι που συναντάμε σε εξαιρετικά ιδιοφυείς ποδοσφαιριστές. Αντιλαμβά-νονται καταστάσεις, πολύ πρίν προκύψουν. Μπορούν να «διαβάσουν» την επόμενη φάση του παιχνιδιού η να την προφητέψουν. Δεν γνωρίζω αν ο Δημήτρης Σούλας παίζει ποδόσφαιρο. Όμως για τους φωτογράφους αποτελεί ένα είδος Gerd Müller (Σ.τ.μ. Gerd Müller ηταν ο διάσημος Γερμανός επιθετικός της Εθνικής Ομάδας της Γερμανίας, που έβαζε τα περισσότερα γκόλ). Η συνεχής ετοιμότητα βέβαια παίζει κι΄αυτή έναν μεγάλο ρόλο όπως και το χάρισμα, η σκληρή δουλειά και κυρίως η διάθεση να ασχοληθεί κανείς για μεγάλο χρονικό διάστημα και εκτεταμένα με τους ανθρώπους και το περιβάλλον τους, πρίν τους επισκεφθεί με μια φωτογραφική μηχανή.

«Δεν φοράς μαύρη γραβάτα» μου είπε κάποτε όταν πηγαίναμε σε μια κηδεία. Έχω προ πολλού ξεχάσει ποιος ήταν ο λόγος για τον οποίο μας ενδιέφερε το συμβάν. ΄Όμως θυμάμαι πολύ καθαρά για ποιο λόγο δεν φορούσα γραβάτα. Γιατί μου φαινόταν κάπως αταίριαστο όταν λίγες μέρες πρίν διαμαρτυρόμασταν ενάντια στη μούχλα 1.000 ετών.

«Πρέπει να βάλεις μαύρη γραβάτα. Πρόκειται για κηδεία, θα κάνουμε άσχημη εντύπωση και δεν είναι σωστό».
Προμηθεύτηκε μια μαύρη γραβάτα. Η οποία βέβαια έμοιαζε με φαρδύ κορδόνι, σαν εκείνες που φοράνε οι ερμηνευτές τραγουδιών που εξυμνούν «το τρένο για το πουθενά». Όμως ήταν μαύρη, δεν κάναμε κακή εντύπωση και ο Δημήτρης Σούλας τράβηξε συγκινητικές φωτογραφίες.

Την γραβάτα την έχω ακόμα και σήμερα.