• Γερμανικά
  • Αγγλικά
  • Ελληνικά

Βαγγέλης Ιωακειμίδης

Δημήτρης Σούλας, ένας συγγραφέας της καθημερινότητας

«Ο δρόμος μου επέτρεψε να εκπαιδεύσω το βλέμμα
και να ικανοποιήσω τη δίψα του βλέμματός μου».
Walker Evans

O δρόμος για τον φωτορεπόρτερ Δημήτρη Σούλα ήταν το σκηνικό και η πηγή ατέλειωτου υλικού που επινοούνταν και αποκαλύπτονταν σε κάθε καρέ. Ο δρόμος με την έννοια του δημόσιου χώρου, οι άνθρωποι και οι σχέσεις που διαμορφώνονταν μεταξύ τους στη στιγμή –όχι τόσο η μονάδα, όσο τα ζευγάρια, οι ομάδες, τα άτομα τις στιγμές που επικοινωνούσαν, συναλλάσσονταν, συναθροίζονταν : αυτά αποτελούσαν κυρίως το αντικείμενο του ενδιαφέροντος για τον Δημήτρη Σούλα.

Η φωτογραφική του δραστηριότητα συμπίπτει με την περίοδο της Δικτατορίας στην Ελλάδα, διαρκεί δηλαδή από το 1967 μέχρι το 1974. Αν και ο ίδιος δεν αυτοεξορίστηκε στην Γερμανία, -βρισκόταν ήδη εκεί από το 1959-, η Δικτατορία συντέλεσε στο να αλλάξει η τροπή της επαγγελματικής του πορείας. Το 1967 ιδρύει μαζί με άλλους Έλληνες του Μονάχου την «Πανελλήνια Αντιδικτατορική Ένωση». Τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς ο Πρόξενος του Μονάχου του ακυρώνει το διαβατήριο και λιγο αργότερα ο εμπορικός ακόλουθος της Πρεσβείας απαιτεί από το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας που εργαζόταν να τον απομακρύνει. Το Φεβρουάριο του 1968 όταν αρνείται να παραιτηθεί από την οργάνωση, η εταιρεία τον απολύει. Με τα χρήματα της αποζημίωσης όμως ο Δημήτρης Σούλας αγοράζει φωτογραφικό εξοπλισμό και ξεκινά να δουλεύει ως ελεύθερος φωτορεπόρτερ, μετασχηματίζοντας την απόλυσή του σε ένα νέο ξεκίνημα και δίνοντας μία ειρωνική διάσταση στα γεγονότα : στο τέλος το καθεστώς των συνταγματαρχών δημιουργεί τις συνθήκες για να εργάζεται ο Δημήτρης Σούλας ελεύθερα.

Από μία έκθεση και μία έκδοση ενός Έλληνα φωτορεπόρτερ της διασποράς, ίσως να περίμενε κανείς να δεί στερεότυπες εικόνες της Γερμανίας, μνημεία, το αστικό τοπίο η τις ήδη προκαθορισμένες εικόνες που θα είχε στο μυαλό του ο Έλληνας για τους Έλληνες που ήδη ζούσαν εκεί. Θέματα δηλαδή που θα διαχειρίζονταν όποιος δεν έχει οργανική σχέση με τον τόπο που ζεί και εργάζεται. Όταν όμως ο Δημήτρης Σούλας ξεκινά να φωτογραφίζει βρίσκεται ήδη δέκα χρόνια στη Γερμανία και έχει καταφέρει και χάρη της προσωπικότητάς του, αλλα και χάρη του κοινωνικού και πολιτικού πλαισίου να ενσωματωθεί στην γερμανική πραγματικότητα και κοινωνία.

Και έτσι φωτογραφίζει τον κόσμο, το δημόσιο χώρο που τον περιβάλλει. Η Χάνα Άρεντ στην «ανθρώπινη κατάσταση» περιγράφοντας την έννοια του δημόσιου χώρου γράφει πως «η συμβίωση μέσα στον κόσμο σημαίνει κατ΄ουσία ότι ένας κόσμος πραγμάτων βρίσκεται μεταξύ εκείνων που τον έχουν από κοινού, όπως ένα τραπέζι βρίσκεται μεταξύ εκείνων που κάθονται γύρω του. Ο κόσμος, όπως κάθετί που βρίσκεται «μεταξύ», συνδέει και χωρίζει τους ανθρώπους».

Αυτό ακριβώς που μας συνδέει και μας χωρίζει, τα νήματα των αποστάσεων που άλλοτε μικραίνουν και άλλοτε σβήνουν στη σιωπή , αποτυπώνει στα καρέ του, επιλέγοντας εικόνες ακέραιες – χωρίς να επιδιώκει τη σύνθεση. Τις κινήσεις που κάνουν οι μαριονέτες γύρω από το τραπέζι σε αυτό το αχανές θέατρο του δρόμου, αυτό πραγματεύεται ο Δημήτρης Σούλας.
Και αυτό περιέχει μέσα του, όταν κινείται και αυτός γύρω από το τραπέζι, το ρυθμό του δρόμου, της αγοράς, των διαδηλώσεων, των σιδηρ. Σταθμών. Γίνεται ειρωνεία όταν κοντοστέκεται και επιλέγει τη θέση του παρατηρητή που αντιλαμβάνεται την ειρωνεία της σύμβασης, είτε αυτή εκφράζεται μέσα από μια διαφήμιση, είτε από μία τυχαία αντιπαραβολή που στιγμιαία ανατρέπει την πραγματική ροή της εικόνας, όπως η κυρία που κοιτά τη βιτρίνα με το εικονογραφημένο όπλο προτεταμένο στον κρόταφό της. Παρουσιάζει θεατρικότητα, όταν αλλάζει μορφή και γίνεται αυτοαναφορικό προβάλλοντας άλλοτε τους καλλιτέχνες που κάνουν παραστάσεις στο δρόμο και άλλοτε τους ανθρώπους που στήνονται με τέτοιο τρόπο μέσα και έξω από μια βιτρίνα, ώστε να διαμορφώνουν τη σκηνή ενός έργου. Πάνω από όλα όμως είναι ανθρώπινο. Στο Μόναχο ο Δημήτρης Σούλας φωτογραφίζει ανθρώπους και φέρνει στο προσκήνιο τον άνθρωπο, όπως ο καθένας καθορίζει τον εαυτό του μέσα από τις πράξεις του και όπως του επιτρέπουν οι συνθήκες να διαμορφώνεται.

Δεν αποτελεί πρωτοτυπία να κατατάξει κανείς τον Δημήτρη Σούλα στη σχολή του Henri-Cartier Bresson. Εκτός όμως από το ότι κυριαρχείται από το δόγμα της «αποφασιστικής στιγμής» πραγματώνει ένα ακόμη στοιχείο που ο μεγάλος ουμανιστής δημιουργός θεωρούσε σημαντικό : στη στάση ενός φωτογράφου να ευθυγραμμίζονται το βλέμμα, το πνεύμα και η ψυχή του. Και με αυτόν τον τρόπο αφηγείται την δική του ιστορία του Μονάχου, συμβιώνοντας με τους φοιτητές, τους διαδηλωτές, τους αστούς που βγαίνουν για ψώνια, τους άνδρες που προσπαθούν να μιλήσουν σε γυναίκες στο δρόμο, με τους αγνώστους που φλερτάρουν, και τους Βαυαρούς σε ατόφιες στιγμές καρτ-ποστάλ παραδοσιακών εθίμων.

Πρόκειται λοιπόν για στιγμιότυπα, για τις φευγαλέες στιγμές ανθρώπων, που μπορούν να διαιωνιστούν μέσα από τη φωτογραφία. Στο σχολιασμό που πλαισιώνει τα βιογραφικά του στοιχεία γράφεται πως αυτό που τον γοήτευσε αρχικά στη φωτογραφία ηταν ακριβώς αυτό, οι φευγαλέες στιγμές που δεν μπορεί να τις πετύχει κανείς ζωγραφίζοντας. Και στα επτά αυτά χρόνια αποτύπωσε συλλέγοντας χιλιάδες.
Τριάντα πέντε χρόνια αργότερα όταν ο Ulrich Polmann, ο διευθυντής του Δημοτικού Φωτογραφικού Μουσείου του Μονάχου, έρχεται σε επαφή μαζί του και ζητάει μέρος του έργου του για το Μουσείο, ο Σούλας δωρίζει ολόκληρο το αρχείο.

Η περιοδεύουσα έκθεση των φωτογραφιών του Δημήτρη Σούλα και οι εκδόσεις των φωτογραφικών άλμπουμ, που γίνονται σε συμπαραγωγή των δύο μουσείων Φωτογραφίας, αποτέλεσαν μια αφορμή για να βρεθούμε σε έναν κοινό τόπο και να γνωριστούμε καλύτερα. Αποτέλεσαν επίσης πέρα από ίχνος του έργου ενός Έλληνα φωτορεπόρτερ που εργάστηκε και δημιούργησε σε συνθήκες που δεν θα μπορούσε ποτέ να βρεί στην Ελλάδα, το ίχνος της σχέσης του Δημήτρη Σούλα και ενός Έλληνα με τη Γερμανία.

Τις περισσότερες φορές στις διατομές αναζητούμε τη «γερμανικότητα» η την «ελληνικότητα» ενός έργου η τα οιαδήποτε αποτελέσματα της μετατόπισης αυτής. Από το έργο του Δημήτρη Σούλα προκύπτει πόσο οικεία αισθανόταν κάποιος που γνώριζε γερμανικά, να γίνει ένα με τους υπόλοιπους και να φωτογραφίσει τον καθημερινό πολίτη του Μονάχου, με τον λυρισμό, το χιούμορ η και την ασχήμια που κρύβει η κάθε μέρα, η μάλλον τα πολλαπλά κινηματογραφικά καρέ που την συνθέτουν.
Ένας φωτορεπόρτερ χρειάζεται να νιώθει άνετα και με αυτοπεποίθηση για τη θέση του στο περιβάλλον που ζεί, ώστε να μπορεί να κάνει το άλμα και να συλλάβει την αποφασιστική στιγμή. Και προφανώς ο Δημήτρης Σούλας να ένιωθε αυτό. Πέρα από τη επινοητικότητα και την ενέργεια που χαρακτηρίζουν την προσωπικότητά του, το πλαίσιο της γερμανικής κοινωνίας λειτουργούσε σαν σανίδα για να κάνει το άλμα του.
Συχνά ίσως να αναζητούμε στη θεωρία τα στοιχεία αυτά που κατασκευάζουν τις ταυτότητες, ενώ αυτά που αναδύονται μέσα από τις πρακτικές και το πλαίσιο από όπου προκύπτουν.

Γι΄αυτό ίσως το αρχείο να αποκτά και μία ακόμη αξία για το Μουσείο Φωτογραφίας της πόλης του Μονάχου, γιατί αποτελεί το αρχείο ενός μη Γερμανού που καθώς ζεί, εργάζεται και συνεχίζει να ζεί στην πόλη του Μονάχου, προσφέρει τις δικές του οπτικές αφηγήσεις, τη δική του εικόνα. Ακολουθώντας το δρόμο που έστρωσαν τα στιγμιότυπα του Δημήτρη Σούλα, τα ίχνη του, ανακαλύπτουμε πέρα από μια ολόκληρη εποχή σε έναν συγκεκριμένο τόπο, έναν συγγραφέα της καθημερινότητας σε συνεχή εγρήγορση, ζωντανό, Παρών.